συγκαλύπτω — cover pres subj act 1st sg συγκαλύπτω cover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτω — συγκαλύπτω, συγκάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαλύπτω — ΝΜΑ [καλύπτω] 1. καλύπτω εντελώς 2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια») αρχ. (αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές … Dictionary of Greek
συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαλύπτετε — συγκαλύπτω cover pres imperat act 2nd pl συγκαλύπτω cover pres ind act 2nd pl συγκαλύπτω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύπτῃ — συγκαλύπτω cover pres subj mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres ind mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψει — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg (epic) συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσι — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψουσιν — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψω — συγκαλύπτω cover aor subj act 1st sg συγκαλύπτω cover fut ind act 1st sg συγκαλύπτω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύψῃ — συγκαλύπτω cover aor subj mid 2nd sg συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)