συγκαλύπτω

συγκαλύπτω
συγ-κᾰλύπτω,
A cover or veil completely,

σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν Od.5.293

;

σ. τι χρόνῳ E.Ph. 872

, cf. Pl.R.452d;

τὴν ἀλήθειαν Olymp.Alch. p.70

B.;

συγκαλύψαντές μου τὴν κεφαλήν BGU1816.19

(i B.C.); ὁ συγκεκαλυμμένος πατήρ, with reference to a well-known fallacy (cf.

ἐγκαλύπτω 1

), Epicur.Nat.9; ἐξάγει συγκεκαλυμμένην muffled up, Plu.Num.10, cf. LXX Su.39:—[voice] Med., [tense] aor. συγκαλύψασθαι, wrap oneself up, cover one's face, X.Cyr.8.7.28, Smp.1.14;

-ψασθαι τὴν κεφαλήν IG42(1).126.6

(Epid., ii A.D.).
2 intr. in [voice] Act.,

λόγος συγκαλύψας ἀχλύϊ Them. Or.4.59b

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκαλύπτω — cover pres subj act 1st sg συγκαλύπτω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύπτω — συγκαλύπτω, συγκάλυψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκαλύπτω — ΝΜΑ [καλύπτω] 1. καλύπτω εντελώς 2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια») αρχ. (αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές …   Dictionary of Greek

  • συγκαλύπτω — συγκάλυψα, συγκαλύφτηκα, συγκαλυμμένος, αποκρύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φανερωθεί: Συγκάλυψαν τους ενόχους της προδοσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαλύπτετε — συγκαλύπτω cover pres imperat act 2nd pl συγκαλύπτω cover pres ind act 2nd pl συγκαλύπτω cover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύπτῃ — συγκαλύπτω cover pres subj mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres ind mp 2nd sg συγκαλύπτω cover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψει — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg (epic) συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψουσι — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψουσιν — συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd pl (epic) συγκαλύπτω cover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαλύπτω cover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψω — συγκαλύπτω cover aor subj act 1st sg συγκαλύπτω cover fut ind act 1st sg συγκαλύπτω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαλύψῃ — συγκαλύπτω cover aor subj mid 2nd sg συγκαλύπτω cover aor subj act 3rd sg συγκαλύπτω cover fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”